- πεμπτήρ
- πεμπτήρ, ῆρος, ὁ,A = πομπεύς, ἁλίων ἐρετμῶν S.Fr. 142 ii 10 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεμπτῆρ' — πεμπτῆρα , πεμπτήρ masc acc sg πεμπτῆρι , πεμπτήρ masc dat sg πεμπτῆρε , πεμπτήρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπτήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που συνοδεύει κάποιον ως πομπός, πομπεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπω + επίθημα τήρ (πρβλ. λαμπ τήρ)] … Dictionary of Greek
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πεμπτήριος — ὁ, ἡ, Α [πεμπτήρ] προπεμπτήριος, συνοδευτικός … Dictionary of Greek